νῆσσα

νῆσσα

νῆσσα, , die Schwimmende (νέω), die Ente, Luc. Iud. Voc. 8. S. das att. νῆττα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νήσσα — νήσσᾱ , νῆττα duck fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήσσα — η (Α νῆσσα και αττ. τ. νῆττα και βοιωτ. δωρ. τ. νᾱσσα) γένος νηκτικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια τών νησσιδών, κν. πάπια νεοελλ. φρ. «ποιεί την νήσσαν» υποκρίνεται ότι δεν καταλαβαίνει ή υποκρίνεται ότι …   Dictionary of Greek

  • νῆσσα — νῆττα duck fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήσσα η πλατύρρυγχος — Κοινό είδος χηνόμορφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Βλ. λ. αγριόπαπια …   Dictionary of Greek

  • νήσσας — νήσσᾱς , νῆττα duck fem acc pl νήσσᾱς , νῆττα duck fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… …   Dictionary of Greek

  • νησσαίος — α, ο (Α νησσαῑος, αία, ον) [νήσσα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσσα ή προέρχεται από τη νήσσα …   Dictionary of Greek

  • νησσάριο — το (ΑΜ νησσάριον, Α και αττ. τ. νηττάριον, Μ και νησσάρι[ο]ν) νεογνό νήσσας, παπάκι ή μικρόσωμη νήσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσσα / νῆττα «πάπια» + υποκορ. κατάλ. άριο(ν)] …   Dictionary of Greek

  • νησσοειδής — νησσοειδής, ές (Μ) όμοιος με νήσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήσσα «πάπια» + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • утка — I утка I, утица, собир. утва, астрах. (РФВ 63, 132), укр. утиця, блр. уць ж., уцiца, др. русск. уты, род. п. ъве, утица, цслав. ѫты, сербохорв. у̏тва, словен. о̣̑tvа, н. луж. husica утка , huse, род. п. husesa утенок . Праслав. *ǫtь или ǫty,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Duck — This article is about the bird. For duck as a food, see Duck (food). For other meanings, see Duck (disambiguation). Duckling redirects here. For other uses, see Duckling (disambiguation). Ducks …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”