- νῆρις
νῆρις, ιος, ἡ, = Vorigem, Nic. Th. 531. Nach Andern eine Nardenart, νάρδος ὀρεινή, oder der Sevenbaum, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νῆρις, ιος, ἡ, = Vorigem, Nic. Th. 531. Nach Andern eine Nardenart, νάρδος ὀρεινή, oder der Sevenbaum, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Νηρίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήρις — Κωμόπολη της αρχαίας Κυνουρίας, που αναφέρεται από τον Παυσανία (II, 38,6). Η θέση της φαίνεται να ήταν κοντά στο χωριό Ελληνικό, όπου σώζονται ερείπια από αρχαία τείχη. * * * (I) νήρις, ιος, ἡ (Α) το φυτό νάρδος. (II) νήρις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ … Dictionary of Greek
Νηρί — Νηρίς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νηρίδας — Νηρίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)