αἰαῖ

αἰαῖ

αἰαῖ, s. αἶ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αιαί — αἰαῑ (Α) βλ. αἴ …   Dictionary of Greek

  • αἰαῖ — indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αι — (I) αἰ (Α) 1. σύνδεσμος υποθετικός τής δωρικής και αιολικής διαλέκτου αντί τού εἰ* 2. «αἴ γὰρ», αντί τού «εἰ γὰρ» για έκφραση ευχής ή επιθυμίας «είθε, μακάρι!» 3. «αἴ κε(ν)» (στον Όμηρο) «αχ και να...» [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να… …   Dictionary of Greek

  • επαιάζω — ἐπαιάζω (Α) 1. αιάζω, φωνάζω «αἰαί», θρηνολογώ για κάποιον («ἐπαιάζοντα τῷ νεκρῷ», Λουκιαν.) 2. (με αιτ.) θρηνώ 3. συμμετέχω σε θρήνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιάζω «φωνάζω αιαί»] …   Dictionary of Greek

  • ай! — ай яй яй! – межд. удивления и боли. Очевидно, звукоподражательное; никакой исторической связи с греч. αἰ, αἰαῖ, лат. ei, нем. ei не существует, вопреки Преобр. (1, 4) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αιάζω — αἰάζω (Α) 1. φωνάζω αιαί, θρηνώ, ολολύζω, μοιρολογώ 2. αναστενάζω, φυσώ δυνατά, ξεφυσάω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχοποιημένη λ. από το επιφών. αἴ*. ΠΑΡ. αρχ. αἴαγμα, αἰακτός μσν. αἰαγμός, αἴασμαι …   Dictionary of Greek

  • οιμώζω — (Α οἰμώζω) κλαίω γοερά, θρηνώ, οδύρομαι («ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τραυματία) βογγώ, στενάζω 2. λυπάμαι κάποιον, οικτίρω 3. (συν. στην προστ. οἴμωζε και σε άλλους τ. ως τυπική λαϊκή έκφραση για κατάρα) γκρεμίσου,… …   Dictionary of Greek

  • ώαι — Α (αιολ. τ.) επιφών. αἰαῑ* …   Dictionary of Greek

  • Αἶ' — Αἶα , Αἴας masc voc sg (epic) Αἶα , Αἶα fem nom/voc sg Αἶαι , Αἶα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνααῖαι — μνᾱαῖαι , μνααῖος of the weight of a fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ai-1 —     ai 1     English meaning: “exclamation”     Deutsche Übersetzung: Ausruf     Material: O.Ind. ē exclamation of remembering, address, compassion; O.Ind. ai the same; ayi interjection with the vocative; Av. üi interjection of the phone call… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”