- αἰμώνια
αἰμώνια σῦκα, Ath. III, 76 b, blutrothe Feigen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰμώνια σῦκα, Ath. III, 76 b, blutrothe Feigen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἱμώνια — αἱμώνιος blood red neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμώνιος — αἱμώνιος, ον (Α) [αἵμων] (συνήθως για τα σύκα) ο κόκκινος σαν αίμα, αιματόχρωμος στην Πάρο σήμερα αιμωνιό, είδος σύκου με κατακόκκινη σάρκα και κοκκινωπό φλοιό (πιθ. τα «αἱμώνια σῡκα» τού Αθήναιου 3, 76b) … Dictionary of Greek