- αἰές
αἰές, dor. = ἀεί, Ar. Lys. 1267; Bion. 11, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰές, dor. = ἀεί, Ar. Lys. 1267; Bion. 11, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄιες — ἄ̱ϊες , ἀίω 1 perceive imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἄϊες , ἀίω 1 perceive imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
φαείνω — Α (ποιητ. τ.) 1. φωτίζω, φέγγω («λαμπτῆρας τρεῑς ἵστασαν ἐν μεγάροισιν ὄφρα φαείνοιεν», Ομ. Οδ.) 2. (μτβ.) φέρνω στο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαείνω (< *φαFεν yω) έχει σχηματιστεί από το ουσ. φάος (βλ. λ. φως) μέσω ενός αμάρτυρου τ. με θ. σε ν *φαF… … Dictionary of Greek
aiu̯-, ai̯u- — aiu̯ , ai̯u English meaning: “vital energy, vitality” Material: O.Ind. üyu n., a nominalized adjective to üуu “ flexibe, active “; üyu ḥ m. “ Genius of the vitality “, thereof derived s stem üyuḥ n., gen. üyušaḥ “ vitality “… … Proto-Indo-European etymological dictionary