- αἰολο-μίτρης
αἰολο-μίτρης, mit beweglicher μίτρα, s. d. W.; Hom. einmal, ll. 5, 707; Quint. Smyrn. 8. 111; Buttmann Lexil. 2, 73 ff; Πέρσαι Theocr. 17, 19, mit buntem Turban.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰολο-μίτρης, mit beweglicher μίτρα, s. d. W.; Hom. einmal, ll. 5, 707; Quint. Smyrn. 8. 111; Buttmann Lexil. 2, 73 ff; Πέρσαι Theocr. 17, 19, mit buntem Turban.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσομίτρης — και χρυσεομίτρης, ὁ, και δωρ. τ. χρυσομίτρας και χρυσεομίτρας, θηλ. χρυσομίτρη και χρυσεομίτρα, Α 1. (το αρσ. ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που φορεί χρυσή μίτρα 2. χρυσόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + μίτρης (< μίτρα / μίτρη),… … Dictionary of Greek