- αἰολό-δειρος
αἰολό-δειρος, bunthalstg, Ibyc. 13; πέρδικες Opp. C. 2, 317.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰολό-δειρος, bunthalstg, Ibyc. 13; πέρδικες Opp. C. 2, 317.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελάνδειρος — μελάνδειρος, (Α) αυτός που έχει μαύρο τράχηλο, μαυρολαίμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + δειρή «δέρμα» (πρβλ. αιολό δειρος, υψί δειρος)] … Dictionary of Greek