- αἰθαλωτός
αἰθαλωτός, verbrannt, Lycophr. 338.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰθαλωτός, verbrannt, Lycophr. 338.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιθαλωτός — ή, ό (Α αἰθαλωτός, ή, ὸν) [αἰθαλῶ] νεοελλ. ο μαυρισμένος από την καπνιά αρχ. αυτός που έγινε στάχτη, ο καμένος (Λυκόφρων 338) … Dictionary of Greek
αἰθαλωτόν — αἰθαλωτός burnt to ashes masc acc sg αἰθαλωτός burnt to ashes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλωτήν — αἰθαλωτός burnt to ashes fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθαλώ — αἰθαλῶ ( όω) (Α) 1. ρυπαίνω, γεμίζω με καπνό ή καπνιά «μὴ σ’ αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους» (Ευρ. Ηλ. 1140) 2. παθ. κατακαίγομαι, γίνομαι στάχτη «κλαίων δὲ πάτραν τὴν πρὶν ᾐθαλωμένην» (Λυκόφρων 141). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθάλη. ΠΑΡ. αἰθαλωτός] … Dictionary of Greek