- αἰθερο-δρόμος
αἰθερο-δρόμος, den Aether durchlaufend, πετεινά Ar. Av. 1393.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰθερο-δρόμος, den Aether durchlaufend, πετεινά Ar. Av. 1393.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιθεροδρόμος — αἰθεροδρόμος, ον (AM) αυτός που διασχίζει, που διατρέχει τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. αἰθήρ, έρος + δρόμος < ἔδραμον, αορ. β΄ τού ρ. θέω, τρέχω. ΠΑΡ. αρχ. αἰθερο δρομῶ] … Dictionary of Greek