- αἰθερό-πλαγκτος
αἰθερό-πλαγκτος, ätherdurchirrend, Man. 4, 9 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰθερό-πλαγκτος, ätherdurchirrend, Man. 4, 9 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσόπλαγκτος — θαλασσόπλαγκτος, ον (Α) αυτός που πλανιέται στη θάλασσα («θαλασσόπλαγκτα... ναυτίλων ὀχήματα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πλαγκτός (< πλάζω) «περιπλανώμαι», πρβλ. αιθερό πλαγκτος, νυκτί πλαγκτος] … Dictionary of Greek