μώλωψ — mark of a stripe masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωλώπων — μώλωψ mark of a stripe masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώλωπα — μώλωψ mark of a stripe masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώλωπας — μώλωψ mark of a stripe masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώλωπες — μώλωψ mark of a stripe masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώλωπι — μώλωψ mark of a stripe masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώλωπος — μώλωψ mark of a stripe masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώλωψι — μώλωψ mark of a stripe masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώλωψιν — μώλωψ mark of a stripe masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώλωπας — και μώλωψ, ο (ΑΜ μώλωψ) το σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος τής εξωτερικής επιφάνειας τού σώματος το οποίο συνήθως προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση μσν. 1. (κατ επέκτ.) πληγή, τραύμα 2. θρόμβος αίματος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
веред — нарыв, гнойник , укр. веред, др. русск. вередъ рана, нарыв , ст. слав. врѣдъ βλάβη, μώλωψ (Супр.), болг. вреда вред , сербохорв. вpи̏jeд, словен. vrèd, род. п. vreda повреждение , чеш. vřed, слвц. vred, польск. wrzod гнойник , в. луж. brod, н.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера