- αἰθυκτήρ
αἰθυκτήρ, ῆρος, ὁ, auftürmend, heftig, δούνακες, Pfeile, Leon. T. 12 (VI, 296), wo cod. Pal. ἀντυκτῆρες hat; φύσαλοι Opp. H. 1, 368; σύες Cyn. 2, 332.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰθυκτήρ, ῆρος, ὁ, auftürmend, heftig, δούνακες, Pfeile, Leon. T. 12 (VI, 296), wo cod. Pal. ἀντυκτῆρες hat; φύσαλοι Opp. H. 1, 368; σύες Cyn. 2, 332.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιθυκτήρ — αἰθυκτὴρ ( ῆρος), ο (Α) [αἰθύσσω] (για άγρια ζώα) αυτός που ορμάει με βιαιότητα … Dictionary of Greek
αἰθυκτῆρας — αἰθυκτήρ rushing violently masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθυκτῆρες — αἰθυκτήρ rushing violently masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθυκτῆρος — αἰθυκτήρ rushing violently masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθύσσω — αἰθύσσω (Α) 1. θέτω σε βίαιη κίνηση, ανακινώ, ταράζω 2. (για φύλλα) σειέμαι, ανατριχιάζω, αναρριγώ 3. (αμτβ.) πετάω, ανεβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω εκφραστικός (λόγω τής καταλήξεως ύσσω) ενεστώτας, που χρησιμοποιείται συνήθως με μεταφορική σημασία … Dictionary of Greek