- αἰθρο-βάτης
αἰθρο-βάτης, Lustwandler, Sp. Seiltänzer, Man. 4, 278.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰθρο-βάτης, Lustwandler, Sp. Seiltänzer, Man. 4, 278.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιθροβάτης — αἰθροβάτης, ο (Μ) 1. (για τον θαυματοποιό Άβαρι) αυτός που βαδίζει στον αιθέρα, αιθεροβάτης 2. σχοινοβάτης, κροβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθρο (< αἰθὴρ έρος) + βάτης (< βαίνω)] … Dictionary of Greek