- παρ-οχεύς
παρ-οχεύς, ὁ, der Darreicher, Gewährer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-οχεύς, ὁ, der Darreicher, Gewährer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατοχέας — ο (Α κατοχεύς) νεοελλ. ναυτ. διάταξη που χρησιμεύει για τη συγκράτηση, σε δεδομένη στιγμή, μιας αλυσίδας κατά το τύλιγμα ή την εκτύλιξή της, λ.χ. της αλυσίδας τής άγκυρας, κν. καστάνια ή καστανιόλα αρχ. 1. αυτός που στηρίζει κάτι σε ένα μηχάνημα… … Dictionary of Greek
μετοχεύς — μετοχεύς, ὁ (Α) αυτός που μετέχει σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + οχεύς (< ὀχεύς < θ. οχ τού ἔχω), πρβλ. παρ οχεύς, υπ οχεύς] … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek