αἱμάτινος

αἱμάτινος

αἱμάτινος, blutig, στιγμή, Blutfleck, Arist. H. A. 6, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αιμάτινος, -η, -ο — και αιματένιος, ια, ιο αυτός που αποτελείται από αίμα: Από το σώμα του έπεφταν σταγόνες αιμάτινες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιμάτινος — η, ο (Α αἱμάτινος, ίνη, ινον) [αἷμα] αυτός που αποτελείται από αίμα, ο αιματώδης μσν. νεοελλ. αιματηρός, οδυνηρός («αιμάτινα δάκρυα») αρχ. (για το γυαλί) αιματόχρωμος, κόκκινος …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αιματένιος — α, ο [αίμα] ο αιμάτινος* …   Dictionary of Greek

  • αιματηρός — ή, ό (Α αἱματηρός, όν και ός, ά, όν) νεοελλ. 1. αυτός που είναι γεμάτος ή που περιέχει αίμα (π. χ. φλέγματα ή κόπρανα) ή που αιμορραγεί (τραύματα) 2. (για συμπλοκές, ατυχήματα κ.λπ.) αιματοβαμμένος, φονικός, θανατηφόρος 3. επίμοχθος, σκληρός,… …   Dictionary of Greek

  • αιματόεις — αἱματόεις, εσσα, εν και (συνηρ.) τοῡς, τοῡσσα, τοῡν (Α) [αἷμα] 1. ο γεμάτος από αίμα, αιματηρός 2. αιματόχρωμος, κόκκινος 3. αιμάτινος, από αίμα 4. αιματώδης, φονικός …   Dictionary of Greek

  • αιματώδης — ες (Α αἱματώδης) [αἷμα] ο όμοιος με αίμα κατά το χρώμα, κόκκινος νεοελλ. αυτός που έχει άφθονο αίμα, ο πλούσιος σε αίμα 2. αυτός που γίνεται με αίμα, ο αιμάτινος αρχ. αυτός που έχει τη σύσταση τού αίματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”