αἴλουρος

αἴλουρος

αἴλουρος, ὁ, ἡ (Buttm. Lex. 2, 77, αἰόλοςοὐρά, von dem Bewegen des Schwanzes), Kater, Katze, Arist. H. A. 5, 2; Callim. Cer. 111. Sp. auch Wiesel.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αἴλουρος — cat masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίλουρος — ο και η (Α αἴλουρος και αἰέλουρος) γαλή, γάτα, κυρίως αγριόγατα αργότερα και νυφίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. σήμαινε κυρίως την άγρια γάτα, μια και «η γάτα ως κατοικίδιο ζώο δεν ήταν γνωστή στην Ελλάδα» (Chantraine, λ. αἰέλουρος). Η… …   Dictionary of Greek

  • αίλουρος — ο η αγριόγατα: Αναρριχήθηκε στο δέντρο σαν αίλουρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἰελούρου — αἴλουρος cat masc/fem gen sg αἰέλουρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰελούρους — αἴλουρος cat masc/fem acc pl αἰέλουρος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰελούρων — αἴλουρος cat masc/fem gen pl αἰέλουρος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰλούροις — αἴλουρος cat masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰλούροισι — αἴλουρος cat masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰλούρου — αἴλουρος cat masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰλούρους — αἴλουρος cat masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰλούρων — αἴλουρος cat masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”