αἱμο-βαφής

αἱμο-βαφής

αἱμο-βαφής, in Blut getaucht, blutig, σφάγια Soph. Ai. 219; Nonn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • θερμοβαφής — θερμοβαφής, ές (Α) αυτός που βάφτηκε ζεστός, που χρωματίστηκε ζεστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, οινο βαφής, υγρο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοβαφής — ές, Μ βαμμένος με χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + βαφής (< βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. αἱμο βαφής, πορφυρο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • ευβαφής — εὐβαφής, ές (Α) 1. ο βαμμένος καλά 2. βαμμένος με ωραία χρώματα 3. (για χρώματα φυτών) ζωηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, πολυ βαφής] …   Dictionary of Greek

  • ημιβαφής — ἡμιβαφής, ες (Α) μισοβαμμένος, αυτός που είναι βαμμένος κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, οινο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • καρυοβαφής — καρυοβαφής, ές (Α) ο βαμμένος με βαφή από κέλυφος νωπών καρυδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, οινο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • κοκκοβαφής — κοκκοβαφής, ές (AM) κοκκινοβαφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + βαφής (< βάπτω), πρβλ. αιμο βαφής, οινο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • μελαμβαφής — μελαμβαφής, ές (ΑM) βαμμένος μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βαφής (< βάπτω), πρβλ. αιμο βαφής, ερυθρο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • οινοβαφής — ές (Α οἰνοβαφής, ές) νεοελλ. αυτός που έχει το χρώμα τού κρασιού αρχ. αυτός που εμβαπτίστηκε στο κρασί και βάφηκε με το χρώμα του («οἰνοβαφὴς λοιβή», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + βαφής (< βάφω), πρβλ. αιμο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοβαφής — ές, ΝΜΑ βαμμένος με χρυσό χρώμα αρχ. αυτός που φορεί χρυσά ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. αἱμο βαφής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”