αἱμο-βόρος

αἱμο-βόρος

αἱμο-βόρος, Blut zehrend, Arist. H. A. 8, 11; γα-στήρ Theocr. 24, 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • θυμοβόρος — ο (Α θυμοβόρος, ον) αυτός που κατατρώει την ψυχή, θυμοφθόρος (α. «ερώτων φροντίς θυμοβόρος», Βιζυην. β. «θυμοβόρῳ ἔριδι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, σαρκο βόρος) …   Dictionary of Greek

  • καπνοβόρος — ο, θηλ. και α 1. αυτός που απορροφά τον καπνό ο οποίος βγαίνει από τη φωτιά ή που εμποδίζει τον σχηματισμό καπνού 2. το αρσ. ως ουσ. ο καπνοβόρος συσκευή ή διάταξη που συντελεί στην τελειότερη καύση τών καύσιμων υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + βόρος …   Dictionary of Greek

  • κασιοβόρος — κασιοβόρος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.). (για σκουλήκι) αυτός που τρώγει κασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασία + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. αιμο βόρος, ψυχο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • κοπροβόρος — α, ο (Α κοπροβόρος, ον) (για έντομα ή πτηνά) αυτός που συνήθως τρώγει κόπρο, κοπροφάγος (α. «ἔποψ κοπροβόρος» β. «μυῑαι κοπροβόροι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, σαρκο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοβόρος — κοσμοβόρος, ὁ (Μ) αυτός που κατατρώγει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ. αιμο βόρος, χρονο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • λαβροβόρος — λαβροβόρος, ον (Α) αυτός που τρώγει με βουλιμία, λαίμαργος, αδηφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, θηρο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • λαοβόρος — λαοβόρος, ον (Α) (για τον Σατανά) αυτός που καταβροχθίζει τον λαό («λαοβόρος κύων», Συν.). [ΕΤΥΜΟΛ. λαο * + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, ανθρωπο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • λιτοβόρος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὐτελῶς τραφείς», αυτός που τρέφεται λιτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, δημο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • ποιηβόρος — ον, Α αυτός που τρώει γρασίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. τού πόα* + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, σαρκο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • χολοιβόρος — ον, Α αυτός που κατατρώγει σαν χολή («φύρσας δὲ πληγῇσι χολοιβόρον ἰόν ἐρύξεις», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + βόρος (< βορά), πρβλ. αἱμο βόρος, θυμο βόρος. Το οι του τ. για μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”