αἱμο-χαρής

αἱμο-χαρής

αἱμο-χαρής, ές, Sp. = αἱματοχ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ηδυχαρής — ἡδυχαρής, ές (Α) περιχαρής, γεμάτος χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + χαρής (< χάρος, το), πρβλ. αιμο χαρής, περι χαρής] …   Dictionary of Greek

  • κεδροχαρής — κεδροχαρής, ές (Α) αυτός που χαίρεται να κατεργάζεται το ξύλο του κέδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + χαρής (< θ. χαρ , πρβλ. ε χάρ ην, αόρ. τού χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, δακρυ χαρής] …   Dictionary of Greek

  • κισσοχαρής — κισσοχαρής, ές (Α) αυτός που ευχαριστιέται με τον κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + χαρής (< χάρος, τὸ), πρβλ. αιμο χαρής, θυρσο χαρής] …   Dictionary of Greek

  • κλινοχαρής — κλινοχαρής, ές (Α) αυτός που ευχαριστείται με την κλίνη, με το να είναι συνεχώς ξαπλωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, πολεμο χαρής] …   Dictionary of Greek

  • κρυμοχαρής — κρυμοχαρής, ές (Α) αυτός που ευχαριστιέται όταν έχει κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + χαρής (< θ. χαρ , πρβλ. ἐ χάρ ην, παθ. αόρ. τού χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, νυκτι χαρής] …   Dictionary of Greek

  • λεκτροχαρής — λεκτροχαρής, ές (Α) αυτός που αισθάνεται απόλαυση στο νυφικό κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέκτρον + χαρής (πρβλ. αιμο χαρής, κλινο χαρής)] …   Dictionary of Greek

  • λυτροχαρής — λυτροχαρής, ές (Α) αυτός που χαίρεται να παίρνει λύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύτρο + χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, οπλο χαρής] …   Dictionary of Greek

  • ορειοχαρής — ὀρειοχαρής, ές (Α) αυτός που αρέσκεται στον ορεινό βίο, που διαμένει ευχαρίστως στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρειο (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, λιμνο χαρής] …   Dictionary of Greek

  • πυριχαρής — ές, Α αυτός που χαίρεται με τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + χαρής (< *χάρος < χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, νυκτι χαρής] …   Dictionary of Greek

  • θυρσοχαρής — θυρσοχαρής, ές (Α) αυτός που χαίρεται με τον θύρσο, δηλ. που ευφραίνεται με τις διονυσιακές πομπές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + χαρής (< χάρος, τό «χαρά»), πρβλ. αιμο χαρής, περιχαρής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”