- αἱμο-φόβος
αἱμο-φόβος, Blut fürchtend, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἱμο-φόβος, Blut fürchtend, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντοφόβος — ον, Α αυτός που φοβάται τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + φόβος (< φέβομαι «φοβάμαι»), πρβλ. αιμο φόβος] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek