- παρ-ουσιάζω
παρ-ουσιάζω, gegenwärtig sein, auch ankommen, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ουσιάζω, gegenwärtig sein, auch ankommen, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπαρουσίαστος — η, ο 1. αυτός που έχει καλή εμφάνιση, ωραίο παρουσιαστικό 2. (για πράγματα) αυτός που μπορεί να παρουσιαστεί ευπρεπώς, ο παρουσιάσιμος. επίρρ... ευπαρουσιάστως, ευπαρουσίαστα με τρόπο ευπαρουσίαστο, ευπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ ουσιάζω (… … Dictionary of Greek