- αἰνο-τύραννος
αἰνο-τύραννος, schrecklicher Tprann, Anth. (Plan. 350).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰνο-τύραννος, schrecklicher Tprann, Anth. (Plan. 350).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηποτύραννος — κηποτύραννος, ὁ (Α) (για τον Επικούρειο φιλόσοφο Απολλόδωρο) αυτός που ασκεί τυραννία στον κήπο, στον χώρο διδασκαλίας τών Επικουρείων φιλοσόφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + τύραννος (< τύραννος), πρβλ. αινο τύραννος, οικο τύραννος] … Dictionary of Greek
Μυτιλήνη — Πόλη (27.247 κάτ.) της Λέσβου, πρωτεύουσα του νομού Λέσβου. Είναι χτισμένη στην ανατολική πλευρά του νησιού και από το λιμάνι της εξυπηρετούνται αποκλειστικά σχεδόν όλοι οι οικισμοί της Λέσβου. Στο προάστιο της Κράτηγος βρίσκεται το αεροδρόμιο. Η … Dictionary of Greek