αἰδέσιμος

αἰδέσιμος

αἰδέσιμος, ον, ehrwürdig, Luc. Nigr. 26; τὸ ἱερὸν πᾶσιν αἰδέσιμον, Paus. 3, 5, 6; auch ehrerbietig, z. B. αἰδεσίμως ἀλλήλους ὑφίστανται τῆς ὁδοῠ, Acl. II. A. 2, 25.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αἰδέσιμος — to be ashamed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιδέσιμος — Ο σεβάσμιος, ο έντιμος, ο σεμνός. 0 Παυσανίας (Λακων. 5,6) αποκαλεί το ιερό της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα Πελοποννησέοις πάσιν αιδέσιμον. Το επίθετο α. χρησιμοποιείται επίσης και για ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας ή κατόχους υψηλού αξιώματος «ήγετο …   Dictionary of Greek

  • Βέδας ο αιδέσιμος — (Baeda ή Bede Venerabilis, Γιάρμαουθ, Νορθάμπτον 672/3 – Τζέροου 735 μ.Χ.). Άγγλος λόγιος, ένας από τους μεγαλύτερους του απώτερου Μεσαίωνα και θεμελιωτής του αγγλοσαξονικού χριστιανικού πολιτισμού, άγιος της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Ανάλωσε… …   Dictionary of Greek

  • αἰδεσιμώτερον — αἰδέσιμος to be ashamed masc acc comp sg αἰδέσιμος to be ashamed neut nom/voc/acc comp sg αἰδέσιμος to be ashamed adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδεσιμωτάτων — αἰδέσιμος to be ashamed fem gen superl pl αἰδέσιμος to be ashamed masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδεσιμώτατον — αἰδέσιμος to be ashamed masc acc superl sg αἰδέσιμος to be ashamed neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδεσίμως — αἰδέσιμος to be ashamed adverbial αἰδέσιμος to be ashamed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδέσιμον — αἰδέσιμος to be ashamed masc/fem acc sg αἰδέσιμος to be ashamed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδεσιμωτάτη — αἰδέσιμος to be ashamed fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδεσιμωτάτην — αἰδέσιμος to be ashamed fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδεσιμωτάτοις — αἰδέσιμος to be ashamed masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”