- αἰδημοσύνη
αἰδημοσύνη, ἡ, Verschämtheit, Zeno bei Stob., ἐπιστήμη εὐλαβητικὴ ὀρϑοῠ ψόγου.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰδημοσύνη, ἡ, Verschämtheit, Zeno bei Stob., ἐπιστήμη εὐλαβητικὴ ὀρϑοῠ ψόγου.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰδημοσύνῃ — αἰδημοσύνη modesty fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιδημοσύνη — η (Α αἰδημοσύνη) [αἰδήμων] αιδώς, συστολή, σεμνότητα … Dictionary of Greek
αἰδημοσύνην — αἰδημοσύνη modesty fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιδήμων — αἰδήμων ( ονος), ον (Α) σεμνός, ντροπαλός, συνεσταλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰδοῦμαι. ΠΑΡ. αἰδημοσύνη, μσν. αἰδημονικός] … Dictionary of Greek
αιδεστικός — αἰδεστικός, ή, όν (Μ) [αἰδεστός] αυτός που έχει αιδημοσύνη, ντροπαλός … Dictionary of Greek
αιδοσύνη — αἰδοσύνη, η (Μ) [αἰδώς] η αιδημοσύνη* … Dictionary of Greek
αισχυντηλία — αἰσχυντηλία, η (Α) [αἰσχυντηλός] αιδημοσύνη, ντροπαλότητα, συστολή … Dictionary of Greek
αισχυντηλός — ή, ό (Α αἰσχυντηλός, ή, όν) ντροπαλός, συνεσταλμένος αρχ. 1. (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την ντροπή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσχυντηλόν η αιδημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < ρ. αἰσχύνω. ΠΑΡ αρχ. αἰσχυντηλία] … Dictionary of Greek
εγκάλυψις — ἐγκάλυψις, η (AM) η κάλυψη τού προσώπου από αιδημοσύνη … Dictionary of Greek
εντροπαλότητα — η η ιδιότητα τού εντροπαλού*, η αιδημοσύνη … Dictionary of Greek
ντροπαλοσύνη — η [ντροπαλός] η ιδιότητα τού ντροπαλού, αιδημοσύνη, συστολή … Dictionary of Greek