αἰδοιικός

αἰδοιικός

αἰδοιικός, an den Schamtheilen befindlich, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αἰδοιικός — of or belonging to the masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιδοιικός — ή, ό (Α αἰδοιικός, ή, όν) [αἰδοῑον] αυτός που αναφέρεται στο αιδοίο ή στα αιδοία «αιδοιική χώρα», το μέρος τού σώματος όπου το αιδοίο …   Dictionary of Greek

  • αἰδοιικά — αἰδοιικός of or belonging to the neut nom/voc/acc pl αἰδοιικά̱ , αἰδοιικός of or belonging to the fem nom/voc/acc dual αἰδοιικά̱ , αἰδοιικός of or belonging to the fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδοιικῶν — αἰδοιικός of or belonging to the fem gen pl αἰδοιικός of or belonging to the masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδοιικόν — αἰδοιικός of or belonging to the masc acc sg αἰδοιικός of or belonging to the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδοιικαῖς — αἰδοιικός of or belonging to the fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδοιικοῖς — αἰδοιικός of or belonging to the masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδοιικῆς — αἰδοιικός of or belonging to the fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιδοίο — Τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Περιλαμβάνει τα εξωτερικά γεννητικά της όργανα, δηλαδή το εφηβαίο ή όρος της Αφροδίτης, τα μεγάλα και τα μικρά χείλη (ή νύμφες), μεταξύ των οποίων βρίσκεται ο πρόδομος, η κλειτορίδα, το έξω στόμιο της ουρήθρας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”