- αἱμα-κουρίαι
αἱμα-κουρίαι, αἱ (κορέννυμι), Pind. Ol. 1, 90, Blutspende auf dem Grabe, dem Todten zur Sühne; VLL. τὰ τῶν νεκρῶν ἐναγίσματα; den sing. hat Plut. Arist. 21, vulg. αἱμοκορία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἱμα-κουρίαι, αἱ (κορέννυμι), Pind. Ol. 1, 90, Blutspende auf dem Grabe, dem Todten zur Sühne; VLL. τὰ τῶν νεκρῶν ἐναγίσματα; den sing. hat Plut. Arist. 21, vulg. αἱμοκορία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek