- αἰνιγματ-ώδης
αἰνιγματ-ώδης, ες, räthselhaft, Plat., auch compar. Charm. 164 e. – Adv. -ωδῶς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰνιγματ-ώδης, ες, räthselhaft, Plat., auch compar. Charm. 164 e. – Adv. -ωδῶς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek