- αἰνιγματικῶς
αἰνιγματικῶς, räthselhaft, Schol. Ar. Lys. 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰνιγματικῶς, räthselhaft, Schol. Ar. Lys. 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰνιγματικῶς — αἰνιγματικός in riddles adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)