- αἰνικτός
αἰνικτός, räthselhaft, κἀσαφῆ λέγεις Soph. O. R. 439.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰνικτός, räthselhaft, κἀσαφῆ λέγεις Soph. O. R. 439.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αινικτός — αἰνικτός, ή, όν (Α) [αἰνίσσομαι] αινιγματικός, αινιγματώδης … Dictionary of Greek
αἰνικτά — αἰνικτά̱ , αἰνικτής masc nom/voc/acc dual αἰνικτής masc voc sg αἰνικτής masc nom sg (epic) αἰνικτός expressed in riddles neut nom/voc/acc pl αἰνικτά̱ , αἰνικτός expressed in riddles fem nom/voc/acc dual αἰνικτά̱ , αἰνικτός expressed in riddles… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αινίσσομαι — αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α) 1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά 2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω 3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος 4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά 5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς… … Dictionary of Greek