- μᾱδωνία
μᾱδωνία, ἡ, die Wasserlilie, nymphaea, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μᾱδωνία, ἡ, die Wasserlilie, nymphaea, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαδωνία — και μαδωνάϊς, ἡ (Α) το φυτό νυμφαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαδῶ με υποχωρητικό σχηματισμό + επίθημα ωνία, που εμφανίζεται σε ονομασίες φυτών (πρβλ. βρυωνία: βρύω)] … Dictionary of Greek
ασφαραγωνία — ἀσφαραγωνία, η (Α) στεφάνι ή μάτσο από σπαράγγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασφάραγος (II) (πρβλ. βρύωνία, μαδωνία, σκαμμωνία κ.ά.)] … Dictionary of Greek
μάδον — και διάφ. γρφ. μαδόν (Α) (κατά τον Ησύχ.) α) «λεῑον» β) «μάδον ἡ μαδωνία». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τα μαδῶ* και μάδος*] … Dictionary of Greek