- αἱματίς
αἱματίς, ίδος, ἡ, ein Purpurkleid, Arist. color. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἱματίς, ίδος, ἡ, ein Purpurkleid, Arist. color. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιματίς — αἱματίς ( ίδος), η (Α) [αἷμα] μσν. 1. τα ευτελέστερα κρέατα τών σφαγίων, οι λαπάδες (ίσως όμως και το αίμα που έμενε σε κακοψημένο κρέας) 2. το αίμα που πλημμυρίζει το ασπράδι τού ματιού ύστερα από ρήξη αγγείου αρχ. αιματόχρωμο ένδυμα, πορφυρός… … Dictionary of Greek
αἱματίς — blood redcloak fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματίδα — αἱματίς blood redcloak fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματίδας — αἱματίς blood redcloak fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματίδος — αἱματίς blood redcloak fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek