αἱματο-λοιχός

αἱματο-λοιχός

αἱματο-λοιχός, ἔρως, blutleckend, Aesch. Ag. 1457.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κνισολοιχός — κνισολοιχός, όν (Α) ο λαίμαργος για το λίπος ψητού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + λοιχός (< λείχω «γλύφω»), πρβλ. αιματο λοιχός, τραπεζο λοιχός] …   Dictionary of Greek

  • ματτυολοιχός — και ματιολοιχός και, κατά τον Ησύχ., ματαιολοιχός, ὁ (Α) 1. αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής 2. (κατά τον Ησύχ.) «ματαιολοιχός ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῡργος καὶ λίχνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ματτύη + λοιχός (< λείχω), πρβλ. αιματο λοιχός,… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζολοιχός — όν, Α (κατά το λεξ. Σούδα) παράσιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + λοιχός (< λείχω «γλείφω»), πρβλ. αιματο λοιχός, κνισο λοιχός] …   Dictionary of Greek

  • τυρολοιχός — ὁ, Μ (κωμική λ.) (ως ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει το τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + λοιχός (< λείχω), πρβλ. αἱματο λοιχός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”