- αἱματο-σταγής
αἱματο-σταγής, ές, bluttriefend, Trag., Aesch. νεκροί Spt. 818; φόνος Ag. 1282; ἔϑνος Eum. 343; σώματα Eur. Suppl. 835; Ar. Ran. 472 Ἀχερόντιος σκόπελος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἱματο-σταγής, ές, bluttriefend, Trag., Aesch. νεκροί Spt. 818; φόνος Ag. 1282; ἔϑνος Eum. 343; σώματα Eur. Suppl. 835; Ar. Ran. 472 Ἀχερόντιος σκόπελος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek