- παρ-ορμίζω
παρ-ορμίζω, daneben vor Anker legen, παρορμίσαντες πλοῖα, Lys. 13, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ορμίζω, daneben vor Anker legen, παρορμίσαντες πλοῖα, Lys. 13, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγκυρώνω — ορμίζω το πλοίο ρίχνοντας στη θάλασσα την άγκυρα, αράζω, αγκυροβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγκυρα. ΠΑΡ. αγκύρωση] … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek