- αἱματικός
αἱματικός, Blut enthaltend, Arist. Ggstz von ἄναιμος, H. A. 1, 4, u. oft μόρια, ἶνες u. dgl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἱματικός, Blut enthaltend, Arist. Ggstz von ἄναιμος, H. A. 1, 4, u. oft μόρια, ἶνες u. dgl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἱματικός — of the blood masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιματικός — ή, ό (Α αἱματικός, ή, όν) [αἷμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αίμα («αιματική κυκλοφορία») αρχ. 1. (για ζώα) αυτός που έχει αίμα, έναιμος* (αντίθ. άναιμος*) 2. τὸ αἱματικὸν ουσ. όνομα κάποιου χόρτου … Dictionary of Greek
αἱματικά — αἱματικός of the blood neut nom/voc/acc pl αἱματικά̱ , αἱματικός of the blood fem nom/voc/acc dual αἱματικά̱ , αἱματικός of the blood fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματικώτερον — αἱματικός of the blood adverbial comp αἱματικός of the blood masc acc comp sg αἱματικός of the blood neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματικῶν — αἱματικός of the blood fem gen pl αἱματικός of the blood masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματικόν — αἱματικός of the blood masc acc sg αἱματικός of the blood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματικώτατον — αἱματικός of the blood masc acc superl sg αἱματικός of the blood neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματικαῖς — αἱματικός of the blood fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματικαί — αἱματικός of the blood fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματικοῖς — αἱματικός of the blood masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματικοί — αἱματικός of the blood masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)