νᾱμα

νᾱμα

νᾱμα, τό, das Fließende, der Quell, das Naß; Aesch. Prom. 808; Κασταλίας, Soph. Ant. 1117; Δίρκης, Eur. Phoen. 102; ποτάμιον, Cycl. 98; auch πυρός, Med. 1187; von den Thränen, δακρύων ῥήξασα ϑερμὰ νάματα, Soph. Tr. 915; ὄσσων Eur. Herc. Fur. 625; νᾶμα βάκχιον, Ar. Eccl. 14 u. sp. D., wie νᾶμα Βρομίου, Anacr. 44, 11; u. in Prosa, wie Plat. ἄφϑονα κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα, Critia. 111 d; τὰ ἐκ Διὸς ἰόντα νάματα, Regen, Legg. VIII, 844 b; u. übertr., τὸ λόγων νᾶμα κάλλιστον καὶ ἄριστον πάντων ναμάτων, Tim. 75 e; ἐξ ἀλλοτρίων ποϑὲν ναμάτων διὰ τῆς ἀκοῆς πεπληρῶσϑαι, Phaedr. 235 c; Sp., Luc. Herm. 60; Plut. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νᾶμα — anything flowing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάμα — και ανάμα, το (ΑΜ νᾱμα, Μ και νᾱμαν) νερό που αναβλύζει από πηγή (α. «να γεμίζουν εν αγγείον νερόν... από το πλούσιον νάμα τού Προφήτου Ηλιού», Παπαδιαμ. β. «Κασταλίας τε νᾱμα», Σοφ.) 2. (κατ επέκτ.) πηγή, βρύση 3. (γενικά) οτιδήποτε ρέει ή… …   Dictionary of Greek

  • νάμα — το, ατος 1. το νερό της πηγής. 2. καθετί που τρέχει άφθονο: Νάματα δακρύων. 3. υγρό με θεραπευτικές ή υπερφυσικές ιδιότητες. 4. το κρασί για τη θεία κοινωνία, αλλ. ανάμα. 5. μτφ., ιδέα, γνώση: Νάματα θεογνωσίας, παιδείας, σοφίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Οτεντότοι — Λαός, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένος σε ολόκληρη τη νότια Αφρική και σήμερα, αρκετά περιορισμένος σε αριθμό ζει στις πιο απρόσιτες ζώνες της νοτιοδυτικής Αφρικής. Όταν το 1652 οι Ολλανδοί ίδρυσαν την Πόλη του Ακρωτηρίου, βρήκαν την παράκτια… …   Dictionary of Greek

  • νάμαθ' — νά̱ματα , νᾶμα anything flowing neut nom/voc/acc pl νά̱ματι , νᾶμα anything flowing neut dat sg νά̱ματε , νᾶμα anything flowing neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάματ' — νά̱ματα , νᾶμα anything flowing neut nom/voc/acc pl νά̱ματι , νᾶμα anything flowing neut dat sg νά̱ματε , νᾶμα anything flowing neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nama band — Nama[1] is a Greek pop/ jazz/new age music group starting their career 1992 with the debut album Nama.[2]Formed by singer Iphigenia and composer Aris Pavlis[3] After seven albums and two times awarded for best pop group in greece by the Arion… …   Wikipedia

  • ναμάτιον — ναμάτιον, τὸ (ΑΜ) [νάμα] (υποκορ. τού νάμα) μικρό ρεύμα …   Dictionary of Greek

  • ναματερό — το δοχείο στο οποίο τοποθετείται το νάμα που προορίζεται για τη θεία μετάληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶμα, ατος + κατάλ. ερό (πρβλ. λαδ ερό, τσαγ ερό)] …   Dictionary of Greek

  • πηγάζω — ΝΜΑ [πηγή] 1. (για νερό και άλλα ρευστά) αναβρύζω, αναβλύζω, ξεπηδώ 2. μτφ. εκπηγάζω, προέρχομαι, απορρέω (α. «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό» β. «διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα», Κασσ. γ. «ζωὴ μὲν ἐκ Θεοῡ πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῡ Υἱοῡ… …   Dictionary of Greek

  • νᾶμ' — νᾶμαι , νάω flow pres subj mp 1st sg (doric aeolic) νᾶμαι , νάω flow pres ind mp 1st sg (doric aeolic) νᾶμα , νᾶμα anything flowing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”