- αἰγ-ῶνυξ
αἰγ-ῶνυξ, Πάν Leon. Tar. 34 (VI, 35), s. αἰγόνυξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰγ-ῶνυξ, Πάν Leon. Tar. 34 (VI, 35), s. αἰγόνυξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλώνυξ — κοιλῶνυξ, ὁ, ἡ (Α) (για άλογα) αυτός που έχει κοίλες οπλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + ῶνυξ (< ὄνυξ «νύχι»), πρβλ. αιγ ώνυξ, χαλκ ώνυξ. Το ω λόγω τής συνθέσεως] … Dictionary of Greek