αἰεί

αἰεί

αἰεί, ion. u. ep. = ἀεί, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀίει — ἀΐει , ἀίω 1 perceive pres ind mp 2nd sg ἀΐει , ἀίω 1 perceive pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιεί — αἰεὶ επίρρ. (Α) ιωνικός και ποιητικός τύπος τού ἀεί* …   Dictionary of Greek

  • αἰεί — ἀεί ever epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γηράσκω δ’αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος. — γηράσκω δ’αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος. См. Век живи, век учись …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί. — δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί. См. Беда одна не приходит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὡς ὅμοιον ὁμοίῳ αἰεί πελάζει. — ὡς ὅμοιον ὁμοίῳ αἰεί πελάζει. См. Подобный подобного любит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Σοὶ δ’αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο. — См. Каменное сердце …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • Thukydides — – Parlament; Wien Thukydides ( …   Deutsch Wikipedia

  • AUREI et AUREOLI Homnies — AUREI, et AUREOLI Homnies pro praestantibus et auro contra aestimandis. Unde bonis propugnatoribus hoc saepius nomen appositum, tradit Trebellius in ludo gladiatorio. Sic Graecis χρύσεοι ἄνδρες: et exstat Graecum Epigramma Calliae, in quendam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • υπολείβω — ΜΑ μέσ. ὑπολείβομαι στάζω αποκάτω λίγο λίγο (α. «αἰει δ ἐκ φαέων νοτέων ὑπολείβεται ἱδρώς», Νικ. Αλεξ. β. «τοῡ αἵματος αἰει τὸ ἀκρεφνὲς καθ ἡμέρην ὑπολείβεται ἐκ τοῡ σώματος», Ιπποκρ.) αρχ. κάνω σπονδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λείβω «χύνω, κάνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”