- αἰγέη
αἰγέη, ἡ, sc. δορά, Ziegenfell, Her. 4, 189.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰγέη, ἡ, sc. δορά, Ziegenfell, Her. 4, 189.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰγέη — αἴγεος a goat s skin fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίγεος — αἴγεος, έα, εον (Α) 1. γιδίσιος, κατσικίσιος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αἰγέα, αἰγέη (ένν. δορά) το δέρμα τής κατσίκας, γιδοτόμαρο, προβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγ (θ. τού αἴξ, αἰγ ὸς) + επίθημα εος] … Dictionary of Greek
ԱՅԾԵԱՅ — (ծէի, ից.) NBH 1 0090 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c ա. Կազմեալն ʼի մազոյ այծից. եւ հանդերձ մազեղէն. խորգ. խարազն. եւ մազ այծից. αἵγειος, αἱγέη caprinus, caprina pellis, τρίχενος qui e pilis est, cilicinus այծու… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)