- αἰγο-δίωξ
αἰγο-δίωξ, ωκος, Ziegen verfolgend, Choerob. B. A. 1381 E. M. 451, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰγο-δίωξ, ωκος, Ziegen verfolgend, Choerob. B. A. 1381 E. M. 451, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηροδίωξ — θηροδίωξ, ὁ (Μ) θηροδιώκτης·. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + δίωξ, σπάνιος μτγν. και μσν. παράλλ. τ. τού διώκτης (πρβλ. αιγο δίωξ)] … Dictionary of Greek