- αἰγο-κέφαλος
αἰγο-κέφαλος, ὁ, Ziegenkopf, ein Vogel, Arist. H. A. 2, 17 extr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰγο-κέφαλος, ὁ, Ziegenkopf, ein Vogel, Arist. H. A. 2, 17 extr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κριοκέφαλος — η, ο (Α κριοκέφαλος, ον) νεοελλ. ζωολ. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας κεραμβυκίδες αρχ. αυτός που έχει κεφάλι κριαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αιγο κέφαλος, βου κέφαλος] … Dictionary of Greek
χοιροκέφαλος — ον, Μ αυτός που έχει κεφάλι χοίρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αἰγο κέφαλος, κριο κέφαλος] … Dictionary of Greek
ταυροκέφαλος — ον, Α αυτός που έχει κεφάλι ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αἰγο κέφαλος] … Dictionary of Greek