- αἰγο-νόμος
αἰγο-νόμος, = αἰγινόμος Μυκάλη Eryc. 15 (VII, 397); γῆ Dion. H. 1, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰγο-νόμος, = αἰγινόμος Μυκάλη Eryc. 15 (VII, 397); γῆ Dion. H. 1, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλονόμος — μηλονόμος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκει πρόβατα ή αίγες 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μηλονόμος ποιμένας, βοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αιγο νόμος, παιδο νόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek