- αἰγείρινος
αἰγείρινος, von Schwarzpappelholz, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰγείρινος, von Schwarzpappelholz, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιγείρινος — η, ο (Α αἰγείρινος, ον) [αἴγειρος] ο αναφερόμενος στη λεύκα, ο κατασκευασμένος από ξύλο αιγείρου, λεύκας … Dictionary of Greek
αἰγείρινον — αἰγείρινος of the poplar masc/fem acc sg αἰγείρινος of the poplar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγειρίνου — αἰγείρινος of the poplar masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγειρίνῳ — αἰγείρινος of the poplar masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)