- αἰγιλώπιον
αἰγιλώπιον, τό, Diosc. dim. von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰγιλώπιον, τό, Diosc. dim. von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιγιλώπιον — αἰγιλώπιον, το (Α) η οφθαλμική νόσος αιγίλωψ … Dictionary of Greek
αἰγιλώπια — αἰγιλώπιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)