- αἰγιαλῑτης
αἰγιαλῑτης, ὁ, am Ufer wohnend, Πάν Arch. iun. (X, 10); Πρίηπος Qu. Maec. 7 (VI, 38); Flacc. 4 (VI, 193); dazu fem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰγιαλῑτης, ὁ, am Ufer wohnend, Πάν Arch. iun. (X, 10); Πρίηπος Qu. Maec. 7 (VI, 38); Flacc. 4 (VI, 193); dazu fem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιγιαλίτης — ο (Α αἰγιαλίτης) (θηλ. Α ῑτις, Ν ίτιδα) [αἰγιαλός] αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στον γιαλό ή προέρχεται από αυτόν, παραθαλάσσιος, παράκτιος, «αιγιαλίτιδα ζώνη» αρχ. φρ. «αἰγιαλίτιδες ψῆφοι», χαλίκια τής θάλασσας … Dictionary of Greek
αἰγιαλίτης — αἰγιαλί̱της , αἰγιαλίτης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλῖτα — αἰγιαλίτης masc voc sg αἰγιαλίτης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλῖτιν — αἰγιαλίτης fem acc sg αἰγιαλῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλῖτις — αἰγιαλίτης fem nom sg αἰγιαλῖτις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αερίτις — ( ιδος) χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα στη φράση «αερίτις ζώνη», που δήλωνε τη ζώνη τού αέρα πάνω από έδαφος ενός κράτους, η οποία βρισκόταν στα όρια βολής τηλεβόλου. Η ζώνη αυτή, που μπορούσε έτσι να ελέγχεται από ένα κράτος, αποτελούσε και χώρο… … Dictionary of Greek
αιγιαλός — Η ακρογιαλιά, ο γιαλός, η ακτή, το περιγιάλι, η ακροθαλασσιά. Η ξηρά που βρέχεται μόνιμα από θάλασσα και όχι από έκτακτες πλημμύρες. Ο α. αποτελεί κοινόχρηστο χώρο και ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο μπορεί να τον εκμεταλλεύεται και να παραχωρεί… … Dictionary of Greek
μπαρώνος — ο 1. το πουλί αιγιαλίτης ο κεντιανός 2. ο βαρώνος 3. (ειρωνικά) κακοήθης, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baron (βλ. λ. βαρώνος)] … Dictionary of Greek
θαλασσοπούλι — το ιού 1. πουλί της θάλασσας και ειδικά το πουλί αιγιαλίτης. 2. έμπειρος ναυτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰγιαλίτην — αἰγιαλί̱την , αἰγιαλίτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλίτιδα — αἰγιαλί̱τιδα , αἰγιαλίτης fem acc sg αἰγιαλί̱τιδα , αἰγιαλῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)