- αἰγιαλεύς
αἰγιαλεύς, ὁ, von Fischen, Numen. bei Ath. VII, 313 e; Nic. Ther. 786.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰγιαλεύς, ὁ, von Fischen, Numen. bei Ath. VII, 313 e; Nic. Ther. 786.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Αἰγιαλεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγιαλεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σικυώνας, ο πρώτος αυτόχθων Έλληνας βασιλιάς. Έζησε γύρω στο 1700 π.Χ. Ο γιος του –ή γιος του αδελφού του Φορωνέα, βασιλιά του Άργους– Εύρως, υπήρξε παππούς του Άπη, που υπέταξε ολόκληρη την Πελοπόννησο … Dictionary of Greek
Αἰγιαλέων — Αἰγιάλευς masc gen pl Αἰγιαλεύς masc gen pl Αἰγιαλέω̆ν , Αἰγιαλεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλέως — Αἰγιάλευς masc nom sg (epic ionic) Αἰγιαλέω̆ς , Αἰγιαλεύς masc gen sg Αἰγιαλεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλεῖς — Αἰγιαλεύς masc acc pl Αἰγιαλεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλῆς — Αἰγιαλεύς masc nom pl Αἰγιαλεύς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλήων — Αἰγιάλευς masc gen pl (epic ionic) Αἰγιαλεύς masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιάλη — Αἰγιάλευς masc nom/voc/acc dual Αἰγιάλευς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιάλης — Αἰγιάλευς masc nom pl Αἰγιάλευς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эгиалей — (Αίγιαλεύς): 1) сын Адраста и Амфитеи или Демонассы, один из предводителей в походе эпигонов против Фив, павший от руки Лаодаманта; 2) сын Инаха и Оксаниды Мелии, основатель и первый царь Сикиона, называвшегося раньше Эгиалеей по имени Э.; 3) сын … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Αἰγιαλεῖ — Αἰγιαλεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)