αἰγιβοσκός

αἰγιβοσκός

αἰγιβοσκός, , = folgd., Zon.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αιγίβοσκος γη — αἰγίβοσκος γῆ (Μ) γη κατάλληλη για να βόσκουν κατσίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγι (< αἴξ) + βοσκός < βόσκω] …   Dictionary of Greek

  • αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”