- αἰγι-βότης
αἰγι-βότης, σκόπελος, nährender Hügel, Leon. T. 35 (VI, 334).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰγι-βότης, σκόπελος, nährender Hügel, Leon. T. 35 (VI, 334).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποβότης — ἱπποβότης, ὁ (Α) 1. αυτός που τρέφει ίππους 2. στον πληθ. (στη Χαλκίδα και γεν. στην Εύβοια) οἱ ἱπποβόται ονομασία τών ευγενών, φορέων τής ολιγαρχίας («ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + βότης (< βόσκω), πρβλ. αιγι… … Dictionary of Greek
αιγιβότης — αἰγιβότης, ο (Α) 1. αυτός που εκτρέφει κατσίκες 2. ο αιγίβοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγι (< αἴξ) + βότης < βόσκω] … Dictionary of Greek