- αἰκισμός
αἰκισμός, ὁ, dasselbe, mit πληγαί verb. Dem. 8, 51; Plut. puer. ed. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰκισμός, ὁ, dasselbe, mit πληγαί verb. Dem. 8, 51; Plut. puer. ed. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αικισμός — αἰκισμός, ο (Α) [αἰκίζω] κακομεταχείριση, κακοποίηση … Dictionary of Greek
αἰκισμός — discomfort masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰκισμοῖς — αἰκισμός discomfort masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰκισμοί — αἰκισμός discomfort masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰκισμοῦ — αἰκισμός discomfort masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰκισμούς — αἰκισμός discomfort masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰκισμῶν — αἰκισμός discomfort masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰκισμῷ — αἰκισμός discomfort masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰκισμόν — αἰκισμός discomfort masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αικίζω — αἰκίζω (Α) 1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ 2. (για θύελλα), καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω 3. μέσ. ό,τι και το ενεργ. 4. παθ. υφίσταμαι βασανιστήρια ή ταλαιπωρίες, βασανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰκής, συνηρημ. τ. τού αϊκής*. ΠΑΡ. αἴκισμα, αἰκισμός] … Dictionary of Greek