- μᾱκύνω
μᾱκύνω, dor. = μηκύνω, Pind. P. 4, 286.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μᾱκύνω, dor. = μηκύνω, Pind. P. 4, 286.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακύνω — (Α) (δωρ.τ.) βλ. μηκύνω … Dictionary of Greek
μηκύνω — (ΑΜ μηκύνω, Α δωρ. τ. μακύνω) [μήκος] μεγεθύνω κατά μήκος, μακραίνω, επιμηκύνω («τὸ μὲν γὰρ ἀναγκάζεσθαι περαιτέρω τοῡ μετρίου μηκύνειν τὰς ὁδοὺς χαλεπόν», Ξεν.) μσν. αρχ. μέσ. μηκύνομαι αυξάνομαι, μεγαλώνω αρχ. 1. αυξάνω τη χρονική διάρκεια… … Dictionary of Greek